- ευρύοπα
- εὐρύοπα, ὁ (Α)1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος»)2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ. και κλητ. (ευρύοπα Ζευς, ευρύοπα Ζευ). Η λ. ερμηνεύθηκε διττά από τους αρχαίους σχολιαστές: «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» ή «αυτός που βλέπει μακριά». Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, το β' συνθετικό τού τ. είναι η αιτ. (F)όπα* τού *οψ, οπός«φωνή» και απαντά ως επίθ. τών κήρυξ και κέλαδος (πρβλ. Βαρυόπᾱς Ζευς). Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, το β' συνθετικό τής λέξεως συνδέεται με τα όψομαι, όπωπα τού ορώ* και χαρακτηρίζει τη λ. ήλιος. Πιθανότατα η αρχική σημ. τής λέξεως ήταν «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» και αποδόθηκε στον Δία, ο οποίος στέλνει τις βροντές και τους κεραυνούς. Αργότερα ίσως η λ. συνδέθηκε με τα όψομαι, όπωπα].
Dictionary of Greek. 2013.